- κελέτρα
- κελέτρα, ἡ, dub. sens. in IG9(2).521.26, 33 (Larissa, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χελώτρα — ἡ, Α υδρορρόη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χολέδρα* «υδρορρόη οροφής» ή, κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, με έναν δυσερμήνευτο τ. κελέτρα, στον οποίο αποδίδονται από τους μελετητές διάφορες σημ., όπως «βοσκή» ή… … Dictionary of Greek